-
1 ἐπιδείκνυμι νύω
ἐπιδείκ-νῡμι -νύω PPetr.2p.110 (iii B.C.)), [tense] fut. - δείξω: [tense] aor. ἐπέδειξα, [dialect] Ion.Aἐπέδεξα Hdt.2.42
:— exhibit as a specimen, Ar.Ach..765: generally, display, exhibit,βίαν Pi.N.11.14
;τεκμήρια A.Supp.53
(lyr.), etc.;ἑωυτόν τινι Hdt.2.42
;πᾶσαν τὴν Ἑλλάδα τινί Id.3.135
, cf. 6.61; ἐ. τὸ στράτευμά τινι parade it before.., X.An.1.2.14, cf.Cyr.5.5.5; of speeches, compositions, etc., ἐπιδειξάτω τῇ βουλῇ he shall exhibit his draft, IG12.76.60;ἐ. λόγον Ar.Eq. 349
; , cf. Isoc.2.7 ([voice] Pass.); , X.Smp.3.3.2. more freq. in [voice] Med., show off or display for oneself or what is one's own, μουσικὰν ὀρθὰν ἐ. give a specimen of his art.., Pi.Fr.32; ἐμὲ ἐπεδέξατο γυμνήν exhibited me naked, Hdt.1.11; πάντα τὸν στρατόν showed all his army, Id.7.146; ἐ. τὸν Ἀλέξανδρον recall Alexander, Plu.Pyrrh. 8; esp. of one's personal qualities,ἐπιδείκνυσθαι τὴν αὑτοῦ δύναμιν And.4.14
; σοφίαν, πονηρίαν, Pl.Phdr. 258a, Isoc.20.4, cf. X.An.1.9.16;ἐπιδείξασθαι αὑτὸν ἀβέβηλον Inscr.Prien.113.66
(i B.C.).b. ἐπίδειξαι.. ἅττ' ἐδίδασκες give a specimen of.., Ar.Nu. 935;τὰ γυμνικά POxy.42.5
(iv A.D.): abs., show off, make a display of one's powers,ἐπεδείκνυτο τοῖς λωποδύταις Ar.Ra. 771
; ὃν.. ἐθεάσασθε ἐπιδεικνύμενον giving a display (of fighting in armour), Pl.La. 179e; of a rhetorician lecturing, Id.Phdr. 235a;πολλὰ καὶ καλά Id.Grg. 447a
; of epideictic orators, Arist.Rh. 1391b26; of a musician, Ael.VH9.36: c. part., ἐ. .II. show, point out,τινὶ τὴν αἰτίαν Id.Phd. 100b
, cf. Aeschin.1.177;τὴν πονηρίαν Pl.Prt. 346a
; ἐ. αὐτήν, ἥτιςἐστίν Pl.Com.173.5
; ἐ. τὸν ἀλεκτρυόν' ὡς ἐτυράννει show, prove that.., Ar.Av. 483, cf. Lys.1.4;ὅτι.. Pl.R. 391e
, etc.: c. part., ἐ. πάνταἐόντα μεγάλα Hdt.1.30
; ἐ. τινὰ φονέα ὄντα show that one is a murderer, v.l. in Antipho 1.3, cf. Th.3.64 (where perh. ἐπ- ` as an afterthought'); ἐ. τινὰ δωροδοκήσαντα prove that one took bribes, Ar.Eq. 832 (anap.);ἐπιδείξω σε ταῦτα ὁμολογοῦντα Pl.Euthd. 295a
, cf.Chrm. 158d;ψυχὴν ἐ. πρες βυτέραν οὖσαν τοῦ σώματος Id.Lg. 892c
; ἐ. αὑτὸν φοβερὸν (sc.ὄντἀ καὶ μέγα δυνάμενον And.4.11
: c. acc., ἐ. ὅ τι ἂν ἐγκαλῇἐναντίον ἀνδρῶν τριῶν PEleph.1.7
(iv B.C.), etc.:—[voice] Pass., ἐπιδείκνυται αὐθέντης (sc. ὤν) Antipho 3.4.9; ἐπεδείχθησαν οὐδὲν βελτίουςὄντες Isoc.4.145
, cf. 18.56;κινδυνεύσεις ἐπιδεῖξαι χρηστὸς εἶναι X.Mem. 2.3.17
( ἐπιδεῖξαι secl. Cobet).2. [voice] Med.,τῆς αἰτίας τὸ εἶδος Pl.Phd. 100b
;ἔργῳ ἐπεδείκνυτο, ὅτι.. X.An.1.9.10
, cf.Is.5.30.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιδείκνυμι νύω
См. также в других словарях:
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ιστορία (Βυζάντιο, Τουρκοκρατία) — ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΧΡΟΝΩΝ Η ιστορία του Βυζαντίου, μακρόχρονη και περιεκτική σε γεγονότα, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Οικοδομημένη πάνω στα θεμέλια ενός οργανωμένου και ισχυρού ρωμαϊκού κράτους, κατέληξε σε μια δομή καθαρά… … Dictionary of Greek
Ιράκ — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Ιράκ Έκταση: 437.072 τ. χλμ. Πληθυσμός: 24.001.816 (2002) Πρωτεύουσα: Βαγδάτη (4.478.000 κάτ. το 1995)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με τη Συρία και την… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ιστορία (Αρχαιότητα) — ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ (600000 1100 π.Χ.) Σύμφωνα με τα αρχαιολογικά ευρήματα, θεωρείται ότι η ζωή ξεκίνησε στον ελλαδικό χώρο από το 100 000 π.Χ. (Παλαιολιθική εποχή). Όμως, η χρονική περίοδος που ιστορικά παρουσιάζει εξαιρετικό… … Dictionary of Greek
λαός — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα B με την Κίνα και το Βιετνάμ, στα Α με το Βιετνάμ, στα Ν με την Καμπότζη, στα Δ με τη Ταϊλάνδη και στα ΒΔ με τη Μυανμάρ.Tο Λ. είναι το μοναδικό κράτος της χερσονήσου της Ινδοκίνας που δεν βρέχεται… … Dictionary of Greek
Κροατία — I Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κροατίας Έκταση: 56.542 τ. χλμ. Πληθυσμός: 4.535.054 (2001) Πρωτεύουσα: Ζάγκρεμπ (691.724 κάτ. το 2001)Κράτος της νοτιοανατολικής Ευρώπης, στη Βαλκανική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΝΑ με τη Βοσνία Ερζεγοβίνη και το … Dictionary of Greek
κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου … Dictionary of Greek